ἐπιβαλλόμενος

ἐπιβαλλόμενος
ἐπιβάλλω
throw
pres part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φόρος — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… …   Dictionary of Greek

  • αναγκαίος — αία, αίο (ΑΜ ἀναγκαῑος, αῑα, αῑον και –αῑος, αῑον) 1. υποχρεωτικός, επιβαλλόμενος, αναγκαστικός, αναπόφευκτος 2. αυτός, τον οποίο χρειάζεται κανείς, ο απαραίτητος 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα αναγκαία α) τα απαραίτητα για τη ζωή, κυρίως η… …   Dictionary of Greek

  • επιβάλλω — (AM ἐπιβάλλω) 1. ορίζω ως ποινή ή ως πρόστιμο («επιβάλλω ποινή, πρόστιμο, ζημίην, φυγήν, άργύριον» κ.λπ.) 2. απρόσ. ἐπιβάλλεται (Α ἐπιβάλλει) είναι απαραίτητο να, πρέπει να... 3. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) το επιβάλλον α. νεοελλ. i. η… …   Dictionary of Greek

  • επιτάσσω — (Α ἐπιτάσσω και αττ. τ. ἐπιτάττω) [τάσσω] τοποθετώ, παρατάσσω πίσω από άλλο («ὄπισθεν δὲ τοῡ πεζοῡ ἐπέταξε πᾱσαν τὴν ἵππον», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. επιβάλλω, υπαγορεύω, προστάζω 2. εκτελώ επίταξη* αρχ. 1. προστάζω, διατάζω, παραγγέλλω (α. «καὶ πάντως… …   Dictionary of Greek

  • μετόπισθεν — (Α μετόπισθεν και μετόπισθε) επίρρ. (τοπικά) από πίσω («μή τις νῡν ἐνάρων ἐπιβαλλόμενος μετόπισθεν μιμνέτω», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. (με άρθρ. πληθ. ως ουσ.) τα μετόπισθεν α) το σύνολο τών δυνάμεων, υπηρεσιών και μέσων που βρίσκονται πίσω από τη γραμμή… …   Dictionary of Greek

  • πρεπούμενος — η, ον, Ν 1. κατάλληλος, επιβαλλόμενος («έγιναν οι πρεπούμενες τελετές») 2. (το ουδ. ως ουσ. και κυρίως στον πληθ.) το πρεπουμενο και τα πρεπούμενα α) ό,τι αρμόζει ή δικαιωματικώς ανήκει σε κάποιον («τού δωσα το πρεπούμενο») β) το σωστό, το δίκαιο …   Dictionary of Greek

  • υφαντικός — ή, ό / ὑφαντικός, ή, όν, ΝΑ [ὑφάντης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υφαντή ή αυτός με τον οποίο γίνεται η ύφανση (α. «υφαντικός ιστός» ο αργαλειός θ. «ὑφαντικὸν δὲ γε ἡ κερκίς», Πλάτ.) 2. το θηλ. ως ουσ. η υφαντική (ενν. τέχνη) η τέχνη… …   Dictionary of Greek

  • φορολογία — η, ΝΜΑ [φορολόγος] ο φόρος, το ποσό που καταβάλλεται ως φόρος (α. «αυξήθηκε η φορολογία τού εισοδήματος» β. «οὐκ ὀλίγην κατ ἔτος φορολογίαν τῷ ἱερωτάτῳ ταμείῳ εἰσφέρει», πάπ.) νεοελλ. 1. η επιβολή φόρου 2. φρ. α) «αναλογική φορολογία» (νομ. οικον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”